- εννιακοσ(ι)απλάσιος, -α, -ο
- εννιακοσ(ι)απλάσιος, -α, -ο και εννεακοσιαπλάσιος, -α, -ο επίρρ. -α ο εννιακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.